- κομματιαστός
- -ή, -ό [κομματιάζω]1. κομμένος σε τεμάχια, τεμαχισμένος2. αυτός που αποτελείται από κομμάτια, συναρμολογημένος από τεμάχια.επίρρ...κομματιαστά1. κατά τεμάχια2. με διακοπές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομματιαστός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο κομμένος σε τεμάχια. 2. ο κατασκευασμένος με συναρμολόγηση τεμαχίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακομμάτιαστος — η, ο αυτός που δεν κόπηκε ή δεν μπορεί να κοπεί σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κομματιαστός < κομματιάζω] … Dictionary of Greek
ραχιστός — ή, όν, Α [ῥαχίζω] κομματιαστός, κομματιασμένος … Dictionary of Greek
τμηματώδης — ῶδες, Α [τμῆμα, ατος] κομματιαστός … Dictionary of Greek
τεμαχιστός — ή, ό κομματιαστός, κατακομμένος: Το σουβλάκι γίνεται από τεμαχιστό κρέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)